- χιλιομετρικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ανάγεται στο χιλιόμετρο («χιλιομετρικός δείκτης»)2. αυτός που υπολογίζεται σε χιλιόμετρα («χιλιομετρική απόσταση»)3. (στις ραδιοεπικοινωνίες) χαρακτηρισμός τής περιοχής ραδιοκυμάτων τών οποίων το μήκος κύματος περιέχεται μεταξύ 1 και 10 χιλιομέτρων ή κάθε κύματος που ανήκει σε αυτήν την περιοχή4. φρ. α) «χιλιομετρική μονάδα»μετρολ. μονάδα μέτρησης μεταφορικού έργου στις στατιστικές τών σιδηροδρόμων, αεροπλάνων και λοιπών μεταφορικών μέσων, ανηγμένη στο διανυόμενο χιλιόμετροβ) «χιλιομετρικός επιβάτης» και «χιλιομετρικός τόννος»μετρολ. η μονάδα έργου που παράγεται από τη μεταφορά, αντιστοίχως, ενός επιβάτη και ενός τιμολογιακού τόννου εμπορευμάτων σε απόσταση ενός χιλιομέτρουγ) «χιλιομετρικό σημείο»μετρολ. προσδιορισμός θέσης τής σιδηροδρομικής γραμμής με την απόστασή της σε χιλιόμετρα από το σημείο αφετηρίας τής γραμμής.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλιόμετρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].
Dictionary of Greek. 2013.